κατσικοπόδαρος

κατσικοπόδαρος
-η, -ο
1. καλικάντζαρος.
2. σατανάς, διάβολος.
3. άνθρωπος που φέρνει κακοτυχία, γρουσούζης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατσικοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια κατσίκας, τραγοπόδαρος 2. (σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπων) αυτός που έχει πολύ ισχνές κνήμες 3. το αρσ. ως ουσ. ο κατσικοπόδαρος α) ο καλικάντζαρος β) ο διάβολος 4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος, η… …   Dictionary of Greek

  • αιγίκνημος — αἰγίκνημος, ον (Μ) αυτός που έχει κνήμες αίγας, ο κατσικοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ γὸς) + κνήμη] …   Dictionary of Greek

  • κατσικοπόδης — α, ικο κατσικοπόδαρος* …   Dictionary of Greek

  • κατσικοπόδης, -α, -ικο — 1. που έχει πόδια κατσίκας, που έχει πολύ αδύνατες γάμπες (ιδίως για γυναίκες). 2. κατσικοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”